Υπάρχουν κάτι πρωινά του χειμώνα που δεν σε χωράει ο τόπος. Ούτε το σπίτι, ούτε η πόλη...τίποτα. Κάτι τέτοια πρωινά βλαστημάς που το χωριό σου, εάν έχεις, πέφτει 3 ώρες μακριά. Κάτι τέτοια πρωινά εύχεσαι να 'παιρνες τα βουνά, να χανόσουν για λίγο από όλα.
Κάτι τέτοια Κυριακάτικα πρωινά πρέπει να ήταν κι εκείνα που με τραβολογούσαν οι γονείς από το κρεβάτι των δημητριακών και των κινουμένων σχεδίων, για να με βάλουν στο πίσω κάθισμα που τόσο με ζάλιζε και να με ξαμολήσουν σε εκείνο το βουνό μέχρι να ξαναμπεί το κεφάλι μου στη θέση του για να πάρουμε και πάλι τον δρόμο για το σπίτι.
Ένα τέτοιο Κυριακάτικο πρωινό πρέπει να ήταν κι εκείνο που με τραβολόγησαν πάλι από το κρεβάτι της μιζέριας και των δακρύων της πρώτης ερωτικής απογοήτευσης, για να με ξαμολήσουν σε εκείνο το βουνό, να με φυσήξει ο αέρας του, μέχρι να ξαναμπεί το κεφάλι μου στη θέση του.
Ένα τέτοιο πρωινό ήταν κι εκείνο που ο δρόμος με έβγαλε σε εκείνο το βουνό. Να ξαμολήσω τον εαυτό μου, να γεμίσω τα πνευμόνια με οξυγόνο, να ακούσω για λίγο το τίποτα, να είμαι στο πουθενά και πάνω από τα πάντα.
Αυτό το βουνό λοιπόν που στέκεται τόσο κοντά στην Αθήνα, είναι εκείνο το μαγικό βουνό που μπόρεσε σε όλη μου τη ζωή να αδείαζει με τους αέρηδές του όλες μου τις σκέψεις από το κεφάλι. Είναι εκείνο το μαγικό βουνό που μπόρεσε να με χωρέσει κάτι πρωινά του χειμώνα που κανένας τόπος δε με χωρούσε.
Είναι ο Κιθαιρώνας.