"Τοστ σ' αλουμινόχαρτο για το τρίτο διάλειμμα"

Ένα κείμενο για το 35ο Δημοτικό σχολείο στα Εξάρχεια, που έγραψε και μας έστειλε ο συγγραφέας Γιώργος Τζιτζικάκης. Όπως μας είπε, με αφορμή το άρθρο του inExarchia για το επικείμενο κλείσιμο του σχολείου, θεώρησε χρέος του, μιας και υπήρξε κομμάτι και μαθητής του σχολείου, να γράψει αυτό το κείμενο με την ευχή να μην μπει λουκέτο στις υπέροχες αναμνήσεις των ανθρώπων που πέρασαν και έζησαν σε αυτό. Τον ευχαριστούμε πολύ και το παραθέτουμε αυτούσιο.

κείμενο που μας έστειλε ο συγγραφέας Γεώργιος Τζιτζικάκης  


Όταν δεν είμαι καλά, περπατώ στα Εξάρχεια. Πηγαίνω χώνω το βλέμμα μου μέσα από τις κλειστές πόρτες του δημοτικού μου, του 35ου Δημοτικού Εξαρχείων, το ψηλό κτίριο που είναι σφηνωμένο στην Κωλέττη, παραδίπλα από την πλατεία. Βλέπω τα παιδιά να παίζουν, ακούω φωνές, γέλια, παρατηρώ πόσο μικρό είναι εκείνο το προαύλιο και πόσο μεγάλο το θυμάμαι εγώ στις αναμνήσεις μου. Σήμερα όμως έλαβε χώρα εντός μου ένας μικρός θάνατος. Έμαθα πως το δημοτικό μας θέλουν να μας το κλείσουν. Τι άλλο θα μας πάρει πια αυτή η εποχή; Γιατί; Διαμαρτύρομαι με τις αναμνήσεις μου, αυτό μονάχα είναι ετούτο το κείμενο.
 
Μας θυμάμαι όλους σαν χθες.
Παιδιά τετάρτης, πέμπτης Δημοτικού, κάπου στις αρχές του '90, καθημερινά γελούσαμε. Το πρωί δείχναμε ο ένας στον άλλον τι έχουμε φέρει από το σπίτι για την τάξη ή για να παίζουμε στα διαλείμματα. Καινούργιες γόμες, μολύβια μηχανικά, μπουγελόφατσες, αυτοκινητάκια που άλλαζαν χρώμα, στρατιωτάκια με σελοφάν που τα πετούσαμε από τον τρίτο και γίνονταν αλεξίπτωτα, ευχούληδες, αυτοκόλλητα Πανίνι, το πρώτο Game Boy που ανεξήγητο ποιος μας έδειξε, μα φυσούσαμε την κασέτα πριν τη βάλουμε στην σχισμή του.
   
Πρώτα απ' όλα όμως, το σχολείο μας.
Ένας τόπος που μας γέμιζε γέλια και σκισμένα παντελόνια απ' τα τσιμέντα. Ένας πύργος γνώσης με δεσποσύνες τις δασκάλες μας, γλυκές κυριούλες που μας τραβούσαν τη φαβορίτα όταν μιλούσαμε στην τάξη, και άλλες που μας φυλούσαν μετά το σχόλασμα. Ένα σχολείο που ήμαστε όλοι ίσοι, δίχως δράκο ρατσισμού, με τα σκαλοπάτια του πλατιά, μαρμάρινα, που γλιστρούσαν μα ποτέ δεν πέσαμε γιατί βαστούσαμε ο ένας τον άλλον.
 
Αψηφούσαμε τα πάντα!
Μετά το σχόλασμα, αν δεν μέναμε για φύλαξη στο σχολείο, γινόμαστε αλάνια της Ομόνοιας. Κωλέττη και Θεμιστοκλέους, παίρναμε πίτες ψημένες από το σουβλατζίδικο και δεν τις πληρώναμε καν. Χρόνια μετά, ξαναμπήκα στο σουβλατζίδικο, ο ιδιοκτήτης κάτι είδε στο πρόσωπό μου και με ρώτησε: "Έχεις έναν αδελφό εδώ στο δημοτικό;". Χαμογέλασα, κατάλαβε, είδαμε τα χρόνια πώς περνούν και νιώσαμε το δέσιμο το αγνό, το πανανθρώπινο που συμβαίνει σε όσους κάποτε δέθηκαν με το ελάχιστο κάτι που του δίνεις.
   
Με τις πίτες στο χέρι μικροί, φτάναμε στο ΜΙΝΙΟΝ, ανεβαίναμε τις κυλιόμενες σκάλες με τα πλαστικά κρυσταλλάκια ανάμεσά τους που πάντα πείραζε το δάχτυλό μας, φτάναμε στον τελευταίο όροφο για να δούμε τα νέα Lego παιχνίδια ή την καινούργια κονσόλα Nintendo. Χρήματα για να την έχουμε ούτε λόγος! Άλλοτε, τραβούσαμε την Αθηνάς, να πάμε εκεί όπου δούλευε η μαμά του Αντρέα, να της πούμε πως θα είμαστε στο μαγαζί του πατέρα μου στην Νικητάρα, μέσα στη στοά, να διαβάσουμε και ύστερα να παίξουμε Atari. Φτάνοντας μας περίμεναν χοτ ντογκ από τον Κοκκό της Φειδίου και Μπενάκη.
Παιδιά ήμαστε ναι, και απίστευτο πώς, όμως τα κάναμε όλα αυτά και άλλα τόσα που γεμίζουν βιβλία. Παιδιά ήμαστε μιας μονάχα οικογένειας, γιατί όλα τα παιδιά του κόσμου ξέρουν, σοφά είναι, κατέχουν μέσα τους πως όλοι μας ένα αίμα είμαστε, πως μάνα μου ήταν η μαμά του Αντρέα και πατέρας του ο δικός μου.   
 
Κοιτάζω πίσω τους συμμαθητές μου.
Παιδιά που οι γονείς τους εργάζονταν στο κέντρο, κάποιοι με χαρτζιλίκι, κάποιοι με το τίποτα, μονάχα ένα τοστ σε αλουμινόχαρτο για το τρίτο διάλειμμα. Παιδιά από τα πρώτα που ήρθαν από άλλες χώρες, ποιος όμως από εμάς ένιωσε πως είναι διαφορετικός από τον άλλον; Όλοι μας σκαντζόχοιροι της ίδιας αγκαλιάς. Όλοι μας καλεσμένοι στα πάρτι με χάρτινη πρόσκληση που είχε μπαλόνια. Όλοι μας μια αγκαλιά στις εκδρομές. Όλοι μας σε σκετσάκια τα Χριστούγεννα, ποιήματα τις εθνικές μας εορτές. Πλαστικές στέκες στα μαλλάκια και λαστιχάκια στους κότσους. Κι όταν αργούσε η προσευχή να ξεκινήσει το πρωί και είχε ήλιο, μια βαβούρα ψιθύρων για το αν θα πάμε εκδρομή στο Πεδίον του Άρεως.
   
Εκείνο το σχολείο, λίκνο αγάπης που μας έμαθε να μοιραζόμαστε. Δε μας έλειψε η αγάπη, όχι δεν μας έλειψε, κι επειδή δε μας έλειψε, μάθαμε και να την προσφέρουμε!
Αν δεν είχε ψιλά για τυρόπιτα ο Νίκος, τρώγαμε μισή μισή τη δική μου· ήξερα πως την επομένη η μαμά του θα μου τσιμπούσε το μαγουλάκι τρατάροντάς με κάτι. Αν γιόρταζε η Φένια πήγαινε θρανίο θρανίο το κουτί με τα γλυκάκια. Αν έσπαγε κάποιο μολύβι σου έδινε ο διπλανός το καλύτερό του. Και ήταν αυτή η αγάπη των δασκάλων και του σχολείου μας, αυτό το έργο το μέγα και θεάρεστο που μας δίδαξε να μην έχουμε διαφορές, μας έδεσε όλους σε μια ατρόμητη οικογένεια.
 
Πέρασαν από τότε 25 χρόνια.
Ακόμη νιώθω τους συμμαθητές μου ως αδέλφια μου, κι ας έχω χρόνια να τους δω. 

Είχαμε όλοι μας μια ιστορία που πόσο βαριά ήταν, ούτε που τη σκεφτόμαστε τότε. Τον μπαμπά του Αντρέα δεν τον είδαμε ποτέ, ξέραμε τον Τάκη τον αδελφό του, που όπως και ο Ανδρέας είχαν αφρικανικές ρίζες. Θυμάμαι όμως τη μαμά του, με κρινένιο δέρμα, μια μαμά πανέμορφη που πάντα τους φιλούσε το πρωί. Οι γονείς του Άρη ήταν και οι δύο τυφλοί και παρά την παιδική μας περιέργεια, γρήγορα το συνηθίσαμε κι αυτό· πηγαίναμε στο σπίτι του γιατί είχαν βεράντα με πολλά φυτά και η μαμά του πάντα μας κερνούσε γλυκό. Όλοι μας παιδιά της. Ο Γιάννης έμενε στην οδό Τοσίτσα, είχε τη μοναδική μπάλα του μπάσκετ που όλοι μας παίζαμε, τα παπούτσια με αερόσολα που ζηλεύαμε. Ο Παύλος ήταν Βέλγος μα εμείς τότε δεν το ξέραμε, μόνο την πανύψηλη μαμά του θυμόμαστε, πατέρα δεν είδαμε ποτέ και δεν τα βάζαμε μαζί του γιατί ήταν το πιο αγρίμι από όλους μας. Γύψος στο χέρι και μπατζάκια με μπαλώματα στα γόνατα είχαν πάντα τα παντελόνια του. Φτωχοί όλοι μας μα τόσο, τόσο πλούσιοι. Αλάνια από μικροί. Η μαμά της Κατερίνας ξέραμε πως είχε σβήσει όταν τη γέννησε, είχε όμως έναν πατέρα γλυκό που γέμιζε κάθε κενό της· έγραφε και τις καλύτερες εκθέσεις. Η Ελευθερία ήταν η ψηλή της τάξης, η Φωτεινή η πιο μελαχρινή, η Δημητρούλα ήταν η μικροκαμωμένη μας χορεύτρια, η Όλγα χτυπούσε τα πιο δυνατά παλαμάκια, ο Δημήτρης ντροπαλός, χαμογελαστός και κολλιτσίδα με τον Λάμπρο, ενώ τη Μιρέλα την πειράζαμε συνεχώς για τα ματομπούκαλα ή το όνομά της που μας φαινόταν περίεργο. Μια μέρα, μάθαμε πως ο μπαμπάς του Κωστή πέθανε, κι ο Κωστής δεν έπαιζε πλέον μπάσκετ μαζί μας, το πρόσωπό του άλλαξε, το βλέμμα του κατηφόρισε, ορφανέψαμε κάπως όλοι μας στο πλάι του. Μια οικογένεια όλοι μας, αλάνια από πιτσιρικάδες. τόσο διαφορετικοί και όμως όλα μας ίσοι, όλοι μας παιδιά των Εξαρχείων από χίλιες γειτονιές της Αθήνας και του κόσμου.
 
Όλη μου την τάξη τη θυμάμαι, κι αν κάποια ονόματα έσβησαν από τις αναμνήσεις μου, δεν συνέβη το ίδιο και με τα πρόσωπά τους. Ξέρω, γνωρίζω πως στο διάβα των ετών, το κτήνος που λέγεται χρόνος θα το κλείσει το δημοτικό μας. Είναι μονάχα ένα διατηρητέο κτίριο του μεσοπολέμου, είναι όμως και χίλια παραπάνω πράγματα για εμένα, για τα αδέλφια μου και για τόσα ακόμη παιδιά. Αυτό το σχολείο είναι ζωντανό! Κι έτσι, για τώρα, ας φωνάξουμε ΟΧΙ! Να μην μειωθούν οι τάξεις του, να μην κλείσει το 35ο Δημοτικό Εξαρχείων που στέγασε μέσα του τα γέλια, τις αγκαλιές, τα παιχνίδια μας και μας γαλούχησε δίχως στεγανά και ρατσισμούς, μας έδωσε εφόδια για να ξεπερνάμε τα ζόρια και μας προίκισε με την πεποίθηση πως όταν ο κόσμος όλος γκρεμιστεί, εμείς αρκεί να κάνουμε μονόζυγο στην παιδικότητά μας και θα σωθούμε. 


ΕΙΝΑΙ ΕΛΠΙΔΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ, ΜΗΝ ΜΑΣ ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΙΑΣΕΤΕ! 


 

 

 
Ακολουθήστε το inExarchia στο facebookinstagramtwitteryoutube 

Ο οδηγός της πιο ζωντανής και ανήσυχης περιοχής της Αθήνας.

Ακολουθήστε το inExarchia στο facebook, instagram, twitter, youtube

Πρόσφατα Άρθρα

Newsletter